προπεριελίσσω

προπεριελίσσω
Α
περιτυλίσσω από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + περιελίσσω «περιτυλίγω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προπεριελίξαντα — προπεριελίσσω twist round first aor part act neut nom/voc/acc pl προπεριελίσσω twist round first aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελίσσω — και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω) 1. περιστρέφω, περιτυλίσσω 2. ελίσσομαι α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι νεοελλ. ελίσσομαι 1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”